ταχογράφος

ταχογράφος
ο
όργανο με το οποίο καταγράφεται το ανώτερο όριο ταχύτητας (αυτοκινήτων, αεροπλάνων, πλοίων κτλ.), η απόσταση που διανύθηκε και ο χρόνος που χρειάστηκε γι' αυτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταχογράφος — ο, Ν τεχνολ. όργανο καταγραφής τής ταχύτητας, ανά πάσα χρονική στιγμή, ενός μεταφορικού μέσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachograph < τάχος (το) «ταχύτητα» + γράφος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”